- προσφωνηματικός
- προσφων-ημᾰτικός, ή, όν,A usual in addressing, λόγος π. a public oration or address, D.H.Rh.5 tit., cf. Sch.E.Hec.299.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσφωνηματικός — usual in addressing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφωνηματικός — ή, όν, ΜΑ [προσφώνημα, ατος] αυτός τού οποίου γίνεται χρήση κατά την προσφώνηση … Dictionary of Greek
προσφωνηματικῶν — προσφωνηματικός usual in addressing fem gen pl προσφωνηματικός usual in addressing masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφωνηματικόν — προσφωνηματικός usual in addressing masc acc sg προσφωνηματικός usual in addressing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφωνηματικῶς — προσφωνηματικός usual in addressing adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφωνητήριος — ον, Μ προσφωνηματικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσφωνῶ + επίθημα τήριος (πρβλ. προσκλη τήριος)] … Dictionary of Greek
προσφωνητικός — ή, όν, ΜΑ [προσφωνῶ] προσφωνηματικός*. επίρρ... προσφωνητικῶς ΜΑ με τρόπο κατάλληλο για προσφώνηση … Dictionary of Greek